- ἕλκωμα
- ἕλκ-ωμα, ατος, τό,A sore, ulcer, Hp.Epid.3.7, POxy.1088.2,9 (i A.D.).II part wounded, Thphr. HP9.2.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἕλκωμα — sore neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλκωμα — το (AM ἕλκωμα) νεοελλ. τραύμα που έγινε έλκος αρχ. μσν. 1. πληγή 2. τμήμα τού κορμού δέντρου χαραγμένο για συγκέντρωση ρητίνης … Dictionary of Greek
έλκωμα — το, ατος τραύμα που κατάντησε έλκος, πληγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑλκωμάτων — ἕλκωμα sore neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκώμασιν — ἕλκωμα sore neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκώματα — ἕλκωμα sore neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
RESINA — ut eliciatur, τὴν πέυκην, i. e. piceam, in cortice vulnerari et corticem ipsum auferri, ait Theophrastus; quô factô ςυῤῥεῖ εἰς τὸ ἕλκωμα τοῦτο πλείων ἡ ὑγρότης, confluit in vulneus abundantior humiditas: at in abiete et pinu lignum etiam ipsum… … Hofmann J. Lexicon universale
έκθλιμμα — ἔκθλιμμα, το (Α) έλκωμα δερματικό που οφείλεται σε έκθλιψη … Dictionary of Greek